Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το μπιλιάρδο

  • 1 μπιλιάρδο

    [бнльярдо] ουσ. о. бильярд.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μπιλιάρδο

  • 2 бильярд

    бильярд м το μπιλιάρδο
    * * *
    м
    το μπιλιάρδο

    Русско-греческий словарь > бильярд

  • 3 бильярд

    бильярд
    м τό σφαιριστήριο[ν], τό μπιλιάρδο.

    Русско-новогреческий словарь > бильярд

  • 4 играть

    играть
    несов в разн. знач. παίζω:
    \играть в футбол (в шахматы, в прятки) παίζω ποδόσφαιρο (σκάκι, κρυφτό)· \играть на бильярде παίζω μπιλιάρδο· \играть на скрипке (на рояле) παίζω βιολί (πιάνο)· ◊ \играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· \играть своей жизнью κινδυνεύω τή ζωή μου· солнце играет на поверхности воды ὁ ήλιος παίζει στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· улыбка играет на лице τό χαμόγελο σιγοπαίζει στό πρόσωπο· \играть на нервах ἐκνευρίζω, χτυπάω στά νεΰρα· \играть и а бирже παίζω στό χρηματιστήριο· \играть словами παίζω μέ τίς λέξεις· \играть кому́-л. на руку παίζω τό παιγνίδι κάποιου· это не играет роли δέν παίζει ρόλο· \играть первую скрипку παίζω τό πρῶτο βιολί.

    Русско-новогреческий словарь > играть

  • 5 бильярд

    [μπιλ'γιάρντ] ουσ. α. μπιλιάρδο

    Русско-греческий новый словарь > бильярд

  • 6 бильярд

    [μπιλ'γιάρντ] ουσ α μπιλιάρδο

    Русско-эллинский словарь > бильярд

  • 7 бильярд

    α.
    μπιλιάρδο, σφαιριστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > бильярд

  • 8 втянуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώπρος τα μέσα, εισέλκω.
    2. παίρνω μέσα, ρουφώ (αέρα, υγρά). || συμπτύσσω, μαζεύω μέσα (κοιλιά κεφάλι κ.τ.τ,), χώνω.
    3. μτφ. προσελκύω, παρασέρνω, τραβώ•

    его -ли в карточную игру τον τράβηξαν στο χαρτοπαίγνιο.

    1. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι μέσα, μπαίνω, χώνομαι μέσα.
    2. εισέρχομαι βαθμιαία.
    3. προσελκύομαι, επιδίδομαι, τραβιέμαι• παίρνω μέρος•

    -в игре на биллиарде με τραβά το μπιλιάρδο•

    в разговор -лись мать и сестра ατή συνομιλία πήραν μέρος η μητέρα και η αδερφή.

    || συνηθίζω λίγο-λίγο•

    втянуть в работу λίγο-λίγο συνηθίζω στη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > втянуть

  • 9 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 10 играть

    ρ.δ., μτχ. ενεστ. играющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. игранный, βρ: -ран, -а, -о,
    επιρ. μτχ. -ая κ. -аючи.
    1. παίζω (για διασκέδαση)•

    играть в куклы παίζω τις κούκλες•

    играть в мяч παίζω το τόπι ή τη μπάλα•

    играть в жмурки παίζω την τυφλόμυγα.

    || (για διάφορα παιγνίδια)•

    играть в шахматы παίζω σκάκι•

    играть в футбол παίζω ποδόσφαιρο•

    играть в бильирде παίζω μπιλιάρδο.

    2. μαίνομαι, μανιάζω, λυσσομανώ•

    буря -ет μαίνεται η θύελλα.

    3. αφρίζω, βράζω•

    вино -ет το κρασί αφρίζει.

    4. λάμπω, λαμπυρίζω•

    солнце -ет на поверхности воды ο ήλιος λάμπει στην επιφάνεια του νερού•

    -ют звзды λαμπυρίζουν τ αστέρια•

    бриллиант -ет το διαμάντι λαμπυρίζει•

    румянец -ет у не на щеках τα μαγουλά της ροδοκοκκίνίζουν.

    || κινούμαι, πάλλομαι•

    моршины -ют οι ρυτίδες παίζουν.

    || προσποιούμαι, κάνω•

    играть в великодушие κάνω τον μεγαλόψυχο.

    5. εκτελώ•

    на скрипке παίζω βιολί•

    -ет музыка παίζει η μουσική.

    || μτφ. επιδρώ•

    играть на нервах επιδρώ στα νεύρα.

    || (διάφορες σημασίες)•

    играть в деньги παίζω με χρήματα•

    играть с огнм (κυρλξ. κ. μτφ.) παίζω με τη φωτιά•

    играть своей жизнью παίζω με τη ζωή (διακινδυνεύω τη ζωή)•

    в груди у него -ло радостное чувство μέσα του ήταν όλο χαρά•

    в этом случае он -ал не особенно почтнную роль σ αυτήν την περίπτωση αυτός δεν έπαιξε καθόλου τίμιο ρόλο•

    улыбка -ет на е лице το χαμόγελο σιγοπαίζει στο πρόσωπο.

    εκφρ.
    играть большую роль – παίζω μεγάλο ρόλο (επιδρώ πολύ)•
    играть срадьбуπαλ. κάνω γάμο•
    играть первую скрипку – παίζω πρώτο βιολί (πρωτεύοντα! ρόλο)•
    играть вторую скрипку – παίζω δεύτερο βιολί (δευτερεύοντα ρόλο)•
    глазами – γλυκοβλέπω, γλυκοκοιτάζω, κάνω γλυκά μάτια• φλερτάρω•
    играть словами – α) παίζω με τις λέξεις (αποκρύπτω την ουσία του ζητήματος), β) καλαμπουρίζω. играть на бирже παίζω στο χρηματιστήριο•
    играть на руку кому – παίζω το παιγνίδι κάποιου (βοηθώ, συντελώ)•
    судьба -ет людмиπαλ. η τύχη παίζει με τους ανθρώπους.
    1. παίζω.
    2. επιθυμώ• έχω διάθεση.

    Большой русско-греческий словарь > играть

  • 11 сразишь

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сражённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. φονεύω, σκοτώνω, ρίχνω κάτω, κόβω,θερίζω•

    его -ла вражеская пуля τον θέρισε εχθρική σφαίρα•

    болезнь его -ла τον θέρισεη αρρώστεια.

    || μτφ. υπερνικώ.
    2. μτφ. συγκλονώ, συνταράσσω.
    μάχομαι, πολεμώ•

    сразишь за родину πολεμώ για την πατρίδα.

    || παραβγαίνω στο παιγνίδι, αναμετριέμαι•

    сразишь в преферанс, в бильярд παραβγαίνω στην πρέφα, στο μπιλιάρδο.

    Большой русско-греческий словарь > сразишь

  • 12 троить

    трою, троишь
    ρ.δ.μ.
    1. τριμερίζω, χωρίζω, μοιράζω στα τρία.
    2. συνδέω ανά τρεΐ£• φτιάχνω, κατατάσσω, διαθέτω ανά τρεις. || επαναλαβαίνω τρεις φορές• -• поле τριβολίζω το χωράφι. || χτυπώ με μια φορά τρεις, τρία•

    троить на бильярде με μια στεκιά χτυπώ τρεις μπί-λες στο μπιλιάρδο•

    троить из ружья σκοτώνω μ ένα σμπάρο τρία πουλιά.

    εκφρ.
    в глазах -ит – τα βλέπω όλα (τα αντικείμενα) τριπλά.
    τρ ιμερίζομαι, διαιρούμαι στα τρία. || μου φαίνονται (τα αντικείμενα) τριπλά. || τριβολίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > троить

См. также в других словарях:

  • μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… …   Dictionary of Greek

  • μπιλιάρδο — το (λ. ιταλ.), το σφαιριστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιλιαρδιστής — ο [μπιλιάρδο] 1. άτομο που παίζει συχνά μπιλιάρδο, σφαιριστής 2. παίκτης που γνωρίζει καλά το μπιλιάρδο …   Dictionary of Greek

  • σφαιριστήριο — το / σφαιριστήριον ΝΑ τόπος όπου παίζονται διάφορα παιχνίδια με σφαίρα νεοελλ. 1. το μπιλιάρδο 2. το τραπέζι πάνω στο οποίο παίζεται αυτό το παιχνίδι 3. είδος ηλεκτρονικού παιχνιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τήριον (πρβλ. καθαρισ τήριον) …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • αβάντζα — και ντσα, η και αβάντσο και ντζο, το 1. πλεονέκτημα, κέρδος, αβάντα 2. προκαταβολή 3. φρ. «πάμε αβάντζο» συνηθίζεται στα χαρτιά, το μπιλιάρδο ή το τάβλι, όταν οι παίχτες ζητούν παράταση σε παιχνίδι που έληξε χωρίς αποτέλεσμα ή νικητή. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • απόσποντα — κ. από σπόντα 1. (για το μπιλιάρδο) η περίπτωση κατά την οποία μία σφαίρα χτυπά άλλη όχι απευθείας αλλά αφού προσκρούσει προηγουμένως στην πλευρά (σπόντα) του σφαιριστηρίου 2. έμμεσα, πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sponda «χείλος, άκρη, όχθη,… …   Dictionary of Greek

  • δίσποντος — η, ο 1. (για καραμπόλα στο μπιλιάρδο) αυτή που γίνεται με δύο χτυπήματα τής μπίλιας στις πλευρές (σπόντες) 2. το ουδ. ως ουσ. το δίσποντο εργαλείο παπουτσή με ξύλινη λαβή που έχει δύο αιχμές χαλύβδινες και χρησιμεύει για να χαράζει τα καττύματα… …   Dictionary of Greek

  • καραμπόλα — η 1. α) επιτυχημένο χτύπημα τής σφαίρας στο σφαιριστήριο, στο μπιλιάρδο, όταν ο παίκτης χτυπά με τη σφαίρα του τις δύο άλλες β) είδος παιγνιδιού στο σφαιριστήριο κατά το οποίο κερδίζει όποιος επιτύχει τις περισσότερες καραμπόλες 2. μτφ. α)… …   Dictionary of Greek

  • μπάτσικα — η 1. είδος χαρτοπαιγνίου, η τριανταμία 2. είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με το σφαιριστήριο, το μπιλιάρδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bazzica] …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»